θρομβαγγειίτιδα

θρομβαγγειίτιδα
η
ιατρ.
1. φλεγμονή αγγείου που έχει υποστεί θρόμβωση
2. φρ. «αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα» — φλεγμονώδης σκληρυντική νόσος τού τοιχώματος τών αιμοφόρων αγγείων και ιδίως τών αρτηριών τών κάτω κυρίως άκρων νεαρών καπνιστών, η οποία συνοδεύεται συνήθως από θρομβωτική απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thromboangiitis < thrombo- (πρβλ. θρόμβος) + angiitis < angio- (πρβλ. αγγείο) + -itis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή …   Dictionary of Greek

  • Μπίργκερ, νόσος του- — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που αναγνώρισε και περιέγραψε ο Λέο Μπίργκερ (1879 1943). Ονομάζεται επίσης αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα και αυτός ο όρος δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ανατομο παθολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”